Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Μίζων ελληνικό λεξικό

από e-mail

  • Μιζοσκόταδο (το): Προσπάθεια συσκότισης και συγκάλυψης της αλήθειας στην υπόθεση της siemens.
  • (Η δικαιοσύνη ψάχνει τους ενόχους στο μιζοσκόταδο.)
  • Μιζοκακόμοιρος (ο): πολιτικός για τον οποίον υπάρχουν ενδείξεις ότι εμπλέκεται στο σκάνδαλο με τις μίζες,
  • αλλά παριστάνει τον κακόμοιρο προκειμένου να πείσει σχετικά με την αθωότητά του.
    (Διάβασες τις δηλώσεις που έκανε ο Τσουκάτος βγαίνοντας από τον ανακριτή;
  • Τον εγκατέλειψε το κόμμα του λέει ο μιζοκακόμοιρος.)
  • Μιζοτιμής (επίρρημα): Ελάττωση της τιμής της μίζας κατά το ήμισυ, σε περιόδους όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός
  • πολιτικών πρόθυμων να εμπλακούν.
    (Εκεί που τα είχαμε βρει και ήμασταν έτοιμοι να συμφωνήσουμε, μπλέχτηκε και ο Κυριάκος και μας έκανε χαλάστρα.
  • Η συμφωνία έκλεισε μιζοτιμής.)
  • Μιζεκλίκι (το): πρόγευση /μικρή προκαταβολή μίζας.
    (Ο εξοπλισμός του πολιτικού γραφείου του με καινούργιο τηλεφωνικό κέντρο ήταν το μιζεκλίκι της υπόθεσης.
  • Τα χοντρά λεφτά δόθηκαν αργότερα.)
  • Μιζονέτα (η): πολυτελής κατοικία που αποκτήθηκε ως αντάλλαγμα πολιτικής εκδούλευσης.
    (Είδες την μιζονέτα του Άκη στο Πανόραμα; Έχει ένα wc λιγότερο από την βίλα του Μητσοτάκη.)
  • Μιζανπλί (το): προϊόν συναλλαγής που αποδίδεται εις είδος, συνήθως με μορφή κοσμημάτων ή άλλων τιμαλφών,
  • σε συζύγους, ερωμένες ή κόρες πολιτικών.
    (Βλέπεις την κοτρώνα που φοράει στο χέρι το τσουλί; Μιζανπλί του υπουργού από την υπόθεση του OTE είναι.)
  • Μιζολιθική εποχή: Χρονικά συμπίπτει με περιόδους όπου εξαγγέλλονται μεγάλα έργα, μεγάλες διοργανώσεις,
  • μεγάλες αγορές του αιώνα κλπ. και πέφτουν οι μεγάλες μίζες.
    (Γαμώ την ατυχία μου. Τώρα βρήκαμε να είμαστε έξω από τα πράγματα; Τώρα που είναι η μιζολιθική εποχή και τρώει η μίζα σίδερο;)
  • Μιζολαβητής (ο): παρένθετο πρόσωπο που μεσολαβεί στο δαιδαλώδες σύστημα διακίνησης της μίζας, μέσα από εμβάσματα,
  • off-shore εταιρείες κλπ, προκειμένου να χαθούν τα ίχνη του μαύρου πολιτικού χρήματος.
    (Ισχυρίζεται ότι τον έμπλεξαν χωρίς να το θέλει. Θα την γλυτώσει φτηνά όμως. Ένας απλός μιζολαβητής ήταν.)
  • Μιζάνοιχτος (ο): πολιτικός που εντέχνως αφήνει να διαρρεύσει σε επιχειρηματικούς κύκλους ότι είναι ανοιχτός σε προτάσεις συναλλαγής.
    (Εκλογές έρχονται. Τα έξοδα πολλά. Δηλώνω μιζάνοιχτος σε υποψήφιους.. χορηγούς.)
  • Απομιζώ: σύγχρονη γραφή του ρήματος απομυζώ. Το ρήμα "απομυζώ" που σημαίνει "αναρροφώ, βυζαίνω, αποσπώ συνεχώς
  • χρήματα" μετατρέπεται σε "απομιζώ" όταν ο ενεργών είναι πολιτικό πρόσωπο.
    (Απομίζησε τους πάντες επί υπουργίας του. Να φανταστείς ότι τον αποκαλούσαν ο μίστερ 2%. Τόση ήταν η προμήθειά του)

-------------


Αποσπάσματα από το υπό έκδοση έργο μου "Μίζων ελληνικό λεξικό", που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις "Τσου-Κάτων o Τιμητής",
με την ευγενική χορηγία της Siemens.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ξέχασες το "μίζερος", αυτός που δεν πείρε την μίζα του και αισθάνεται άσχημα.

Ανώνυμος είπε...

Καλοοοοοοοο..έχω μιζαθει στα γέλια

Ανώνυμος είπε...

Μιζάμπλουτος (ο): Τα 'χει πάρει όλα, τίποτα δεν άφησε και για τους άλλους (ο Υπερυπουργός μέσα σε 2 χρονάκια έγινε μιζάμπλουτος)
Μιζογύνης (ο): γκομενάκιας που υπόσχεται μιζαμπλί (βλ. σχετ.) σε υποψήφια πορνίδια με τα σχετικά ανταλλάγματα πάντα(ο Γενικός πριν πέσει στο κενό ήταν πορωμένος μιζογύνης)